Tuesday, November 8, 2016

Οστεοπορωση


Οστεοπόρωση ως γνωστόν ορίζεται η μείωση της οστικής μάζας και η διαταραχή της ποιότητας του οστού που οδηγούν σε μείωση της οστικής αντοχής με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και κατάγματα.


Η οστεοπόρωση είναι πάθηση με σημαντική νοσηρότητα και με ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις λόγω των οστεοπορωτικών καταγμάτων, ιδιαίτερα σε ένα πληθυσμό που διαρκώς γερνάει. Την τελευταία δεκαετία η οστεοπενία και η οστεοπόρωση παρουσιάζουν τεράστιο κλινικό ενδιαφέρον και μελετώνται σε βάθος σε Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο επίπεδο, τόσο ως προς την έγκαιρη διάγνωση και πρόληψη - μελετώντας το «μοντέλο» της ρύθμισης του οστικού μεταβολισμού - όσο και ως προς την θεραπεία σε περιπτώσεις εγκατεστημένης νόσου.

Σκοπός μας είναι μέσω της ιστοσελίδας αυτής να σας ενημερώσουμε σχετικά με την πάθηση της οστεοπόρωσης, να σας βοηθήσουμε να κατανοήσετε τις βασικές έννοιες και παράλληλα να σας διδάξουμε την πρόληψη ή τη σύγχρονη θεραπευτική της προσέγγιση στηριζόμενοι στα Ευρωπαϊκά και Αμερικάνικα "gold standard" πρωτόκολλα.

Η Οστεοπόρωση είναι η πάθηση εκείνη όπου μειώνεται η πυκνότητα (density) και διαταράσεται η ποιότητα (quality) του οστού, με αποτέλεσμα να μειώνεται η οστική αντοχή και να αυξάνεται η ευθραυστότητα και τα κατάγματα, ιδίως στη σπονδυλική στήλη, στον καρπό, στο ισχίο και στη λεκάνη.

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι σημαντικός παράγοντας αύξησης της νοσηρότητας και της θνητότητας στις ηλικίες αυτές.

Έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως, ότι γυναίκες ηλικίας άνω των 45 ετών, επισκέπτονται συχνότερα τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ορθοπαιδικούς λόγω οστεοπόρωσης και των επιπλοκών της, σε σχέση με άλλες παθήσεις όπως διαβήτη, ισχαιμία μυοκαρδίου ή καρκίνο του μαστού.

Επιπλέον έχει εκτιμηθεί ότι μόνο ένα στα τρία σπονδυλικά κατάγματα εμφανίζουν κλινική συμπτωματολογία έντονη, ώστε να οδηγήσουν τον ασθενή στον ιατρό.

ΑΙΤΙΑ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ - ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
Ποικίλοι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί συμμετέχουν στην απώλεια οστικής πυκνότητας και την εμφάνιση αρχικά οστεπενίας και ακολούθως οστεοπόρωσης.
Οι πιο συχνοί αιτιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε οστεοπόρωση είναι:
1)   η μη επίτευξη της ιδανικής κορυφαίας οστικής μάζας (επιτυγχάνεται στην 3η δεκαετία της ζωής του ανθρώπου) και για διαφορετικούς λόγους όπως αναφέρεται ακολούθως 
2)   η αυξημένη οστική απώλεια λόγω μείωσης των ορμονών του φύλου (η μείωση των οιστρογόνων στις γυναίκες είναι η βασική αιτία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης).
3)   Γενετικοί παράγοντες – Κληρονομικότητα
4)   Τρόπος ζωής – συνήθειες/έξεις (καθιστική ζωή, αποχή από άσκηση, κάπνισμα, μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών)
5)   Διατροφικές συνήθειες (κατανάλωση γαλακτοκομικών κ πράσσινων λαχανικών) 
6)   Ορμονολογικές διαταραχές (υπερθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης) 
7)   Φάρμακα

Όπως και τόσες άλλες συστηματικές παθήσεις, ομοίως και η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής (αγνώστου αιτιολογίας) ή δευτεροπαθής (όπου ενοχοποιείται συγκεκριμένο αίτιο για την γένεσή της όπως δευτεροπαθής υπεπαραθυρεοειδισμός, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, λήψη κορτικοστεροειδών > 3 μήνες, ακινητοποίηση σε γύψο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πρωτοπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται με δύο τύπους:  
1.   Μετεμμηνοπαυσιακή ή τύπος Ι που εμφανίζεται σε νέες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 50-65 ετών. Προσβάλει κυρίως το σπογγώδες οστούν -ιδιαίτερα τα σπονδυλικά σώματα και οφείλεται σε υπερλειτουργία των οστεοκλαστών λόγω μείωσης των ορμονών του φύλου (οιστρογόνων). Η αναλογία προσβολής γυναικών/ανδρών είναι 6/1.
2.   Γεροντική  ή τύπος ΙΙ που εμφανίζεται πάνω από την ηλικία των 70. Προσβάλει το φλοιώδες οστούν, κυρίως του ισχίου (διατροχαντήρια και υποκεφαλικά κατάγματα) και οφείλεται σε υπολειτουργία των οστεοβλαστών λόγω συνήθως αύξησης της παραθορμόνης ή μείωσης της βιταμίνης D. Η αναλογία γυναικών/ανδρών είναι 2/1.


Ως προς τη δευτεροπαθή οστεοπόρωση οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες είναι:
1. Φάρμακα
Γλυκοκορτικοειδή. Η συχνότερη αιτία δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, λόγω αύξησης των ενδογενών (σύνδρομο Cushing) ή εξωγενών κορτικοειδών (φάρμακα ›3 μήνες).
Θυροξίνη
Αντιεπιληπτικά
Κυτταροτοξικά
Ανοσοκατασταλτικά
Αντισυλληπτικά

2. Γενετικά Νοσήματα:
Ατελής οστεογένεση, αιμοσφαιρινοπάθειες, θαλασσαιμίες, αιμοχρωμάτωση, υποφωσ-φατασία.

3. Διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου:
Υπερασβεστιουρία, ανεπάρκεια βιταμίνης D.

4. Ενδοκρινικές παθήσεις:
Σύνδρομο Cushing, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι, πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.

5. Νοσήματα του γαστρεντερικού:
Χρόνια ηπατική νόσος, σύνδρομα δυσαπορρόφησης (κοιλιοκάκη, νόσος Crohn), ολική γαστρεκτομή.

6. Λοιπές παθήσεις:
Πολλαπλούν μυέλωμα, λέμφωμα και λευχαιμία, νευρογενής ανορεξία, ρευματοειδής αρθρίτιδα, χρόνια νεφρική νόσος.

7. Τοπική οστεοπόρωση, όπως είναι η παροδική οστεοπόρωση του ισχίου ή οστεοπόρωση μετά από ακινητοποίηση ή υπολειτουργία του μέλους (σε εφαρμογή γύψινου επιδέσμου, μετεγχειρητικά, μακρά κατάκλιση) και η οστεοπόρωση της αλγοδυστροφίας Sudeck.

ΠΡΟΛΗΨΗ ΟΣΤΕΟΠΕΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ
Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος με υψηλή νοσηρότητα και θνητότητα λόγω των επιπλοκών της, των οστεοπορωτικών καταγμάτων. Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις είναι τεράστιες, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι έχουμε ένα πληθυσμό που διαρκώς γερνάει (αύξηση προσδόκιμου επιβίωσης με παράλληλη υπογονιμότητα στη Γηραιά Ήπειρο, την Ευρώπη).

Στόχος κάθε προληπτικής ή θεραπευτικής παρέμβασης είναι η αποφυγή οστεοπορωτικών καταγμάτων ή η δραματική μειωσή τους. Oι δύο κύριοι παράγοντες που θα πρέπει να επικεντρωθούμε είναι:
α) η επίτευξη υψηλής κορυφαίας οστικής πυκνότητας και
β) η μείωση του ρυθμού οστικής απώλειας μετεμμηνοπαυσιακά.

Επομένως, η πρόληψη διακρίνεται στην πρωτογενή με κύριο στόχο την βελτιστοποίηση της κορυφαίας οστικής μάζας και της οστικής ποιότητας και στη δευτερογενή που στοχεύει στην μείωση του μετεμμηνοπαυσιακού ρυθμού οστικής απώλειας.

H πρωτογενής πρόληψη θα πρέπει να στοχεύει:
α) Στην ανίχνευση από την πρώιμη παιδική ηλικία και τη διόρθωση τυχόν παθήσεων που προδιαθέτουν σε οστεοπόρωση, όπως η παιδική ιδιοπαθής οστεοπόρωση, η λήψη κορτιζόνης για μεγάλο χρονικό διάστημα (>3 μήνες), η κληρονομική προδιάθεση, τα σύνδρομα εντερικής δυσαπορρόφησης.
β) Στην λήψη επαρκών ποσοτήτων ασβεστίου. Oι ανάγκες ασβεστίου στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι ιδιαίτερα αυξημένες και η λήψη γαλακτοκομικών είναι καθοριστική για την επίτευξη ικανοποιητικής κορυφαίας οστικής πυκνότητας.
γ) H συνεχής άσκηση που συμμετέχει στη δημιουργία ποιοτικά και ποσοτικά «καλού» οστού.

Mετά την επίτευξη της κορυφαίας οστικής πυκνότητας αρχίζει βραδέως η οστική απώλεια που γίνεται εμφανής και σημαντική με την έκπτωση των γονάδων που στις γυναίκες ορίζεται ως εμμηνόπαυση, και σηματοδοτεί την αναγκαιότητα δευτερογενούς πρόληψης. Μετεμμηνοπαυσιακά αρχίζει η απώλεια 0,5-1,5% ανά έτος απώλειας της οστικής πυκνότητας, οδηγώντας σιγά σιγά σε οστεοπενία και ακολούθως σε οστεοπόρωση.

H δευτερογενής πρόληψη συνίσταται σε μια σειρά μέτρων που πρέπει να ληφθούν από την ασθενή και τον γιατρό αφού όμως ο τελευταίος εντοπίσει τη γυναίκα που πρέπει να ενταχθεί σε ένα τέτοιο πρόγραμμα πρόληψης.

Τέτοιοι παράγοντες κινδύνου είναι βάση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας:
πρόωρη εμμηνόπαυση (πριν την ηλικία 45 ετών)
καπνίσμα
κατανάλωση οινοπνευματωδών (>3 μονάδες/ημέρα)
λήψη κορτικοειδών
θυρεοειδοπάθεια
ηπατική νόσος
νεφρική ανεπάρκεια
οστεοπενία 6 μήνες μεταεμμηνοπαυσιακά

Το πρόγραμμα δευτερογενούς πρόληψης περιλαμβάνει:
α) Σωματική άσκηση, βάδιση ή κολύμπι τουλάχιστον 30λεπτά / 3 φορές την εβδομάδα.
β) Aύξηση της πρόσληψης γαλακτομικών προϊόντων και συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου, ώστε η ημερήσια δόση να είναι 1.500 mg.
γ) Έκθεση στον ήλιο ή συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D (400 IU ημερησίως - 1,25 χολικαλσιφερόλης D3).
δ) Διακοπή ή περιορισμός καπνίσματος και οινοπνεύματος
ε) Περιορισμός της πρόσληψης πρωτεϊνών (κρέατος) σε 1-2 φορές εβδομαδιαίως
στ) Θεραπεία τυχόν υπερθυρεοειδισμού, υπερπαραθυρεοειδισμού, συνδρόμων δυσαπορρόφησης του ασβεστίου.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: ΣΠΟΝΔΥΛΟΠΛΑΣΤΙΚΗ – ΚΥΦΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Πρόκειται για ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές, αντιμετώπισης των σπονδυλικών καταγμάτων, ιδιαίτερα των οστεοπορωτικών ή παθολογικών από λυτικές οστικές μεταστάσεις ή αιμαγγειώματα.

Με διαδερμική ειδική τεχνική ο ορθοπαιδικός χειρουργός σταθεροποιεί το κάταγμα του σπονδύλου εγχύοντας ειδική μορφή τσιμέντου. Στην κυφοπλαστική, ο χειρουργός πρώτα ανατάσει το κάταγμα με ειδικό «μπαλόνι» και ακολούθως γεμίζει το σπόνδυλο με το ειδικό τσιμέντο.

Η επέμβαση μπορεί να γίνει στα πλαίσια 24ωρης νοσηλείας, ενώ ο ασθενής κινητοποιείται άμεσα από τις πρώτες μετεγχειρητικές ώρες. Ο πόνος του κατάγματος εξαφανίζεται άμεσα μετεγχειρητικά, λόγω τόσο της σταθεροποίησης του σπονδυλικού κατάγματος, όσο και της αδρανοποίησης- καταστροφής των νευρικών απολύξεων πόνου από το χρησιμοποιούμενο υλικό.

Η εμπειρία ετών, μας έχει δείξει ότι τόσο η σπονδυλοπλαστική, όσο και η κυφοπλαστική μπορούν να γίνουν χωρίς γενική αναισθησία, αλλά μόνο με τοπική νάρκωση και ενδοφλέβια μέθη.

Στο 69ο Πανελλήνιο Ορθοπαιδικό Συνέδριο που έλαβε χώρα στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2013, όπως και στο Πανευρωπαϊκό Ορθοπαιδικό Συνέδριο (EfortΚωνσταντινούπολη, Ιούνιος 2013) παρουσιάσαμε την εμπειρία μας από τη χρήση τοπικής αναισθησίας σε συνδυασμό με μέθη (IV) έναντι της κλασσικής γενικής αναισθησίας, σε επεμβάσεις κυφοπλαστικής ή σπονδυλοπλαστικής για την αντιμετώπιση οστεοπορωτικών καταγμάτων (ΟΚ) της θωρακο-οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (Θ-ΟΜΣΣ).

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΜΕ ΚΥΦΟΠΛΑΣΤΙΚΗ Ή ΣΠΟΝΔΥΛΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Υλικό & Μέθοδος: Την περίοδο 2007 - 2012, 125 ασθενείς (23 άντρες, 102 γυναίκες) μέσης ηλικίας 71.4 ετών (εύρος 65-87), αντιμετωπίσθηκαν για 171 ΟΚ της Θ-ΟΜΣΣ με κυφοπλαστική ή σπονδυλοπλαστική (88/83). Σε όλους τους ασθενείς χρησιμοποιήθηκε τοπικό αναισθητικό (ξυλοκαΐνη 2%) σε αραίωση και μέθη ενδοφλέβια (πχ. μιδαζολάμη). Ο αναισθησιολογικός κίνδυνος εκτιμήθηκε σε κάθε περίπτωση βάση των ASA κριτηρίων. Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν, βάση της VisualAnalogueScale (VAS) και του Modified Oswestry Low Back Pain Score προεγχειρητικά, και άμεσα μετεγχειρητικά.

Αποτελέσματα: 90 ασθενείς (72%) είχαν αυξημένο διεγχειρητικό κίνδυνο για γενική αναισθησία (ASAscore ≥3). Η μέση ποσότητα μιδαζολάμης που χρησιμοποιήθηκε ήταν 12.5 ± 4.1 mg. Καμία επιπλοκή σχετιζόμενη με τη μέθη και την τοπική αναισθησία δεν υπήρξε. Ο περιεγχειρητικός πόνος ελέγθηκε άριστα ή πολύ καλά στο 91% των ασθενών (VAS=0-2) και μέτρια στο 9% (VAS=3-5). Όλοι οι ασθενείς δήλωσαν ΜΤΧ ότι θα υποβάλλονταν πάλι στην επέμβαση αυτή αν χρειαζόταν. Στο μέσο χρόνο παρακολούθησης των ασθενών, τα 2 έτη (εύρος 1-3), οι ασθενείς εμφάνισαν άμεσα ΜΤΧ πτώση του VAS και του Modified Oswestry Score σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (p<0.001). Ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 1.2 ημέρες (εύρος 1-3).

Συμπεράσματα: Η χρήση τοπικής αναισθησίας σε συνδυασμό με μέθη (IV) για την αντιμετώπιση των ασθενών με οστεοπορωτικά κατάγματα της Θ-ΟΜΣΣ με κυφοπλαστική ή σπονδυλοπλαστική είναι ασφαλής και αποτελεσματική, ειδικά στις περιπτώσεις ασθενών υψηλού κινδύνου όπου η γενική αναισθησία ενέχει κινδύνους.

ΟΡΘΟΠAIΔΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ

No comments:

Post a Comment

Videos